- πλαγιοβάδιση
- η, Νο συνηθισμένος αργός βηματισμός τού αλόγου που εκτελείται σε τέσσερεις χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδιση (< βαδίζω). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιοβάδισις, μαρτυρείται από το 1891 στον Κ.Α. Μαυρομιχάλη].
Dictionary of Greek. 2013.